-
1 αδελφή
ἀδελφήsister: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀδελφή, ἀδελφήsister: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 αδελφή
-
3 ἀδελφῇ
-
4 ἀδελφή
ἀδελφή, ῆς, ἡ (Aeschyl.+)① a female who comes from the same womb as the reference pers., sister lit. Mt 19:29; Mk 10:29f; Lk 10:39f; 14:26; J 11:1, 3, 5, 28, 39; 19:25; Ro 16:15; 1 Ti 5:2. Of Jesus’ sisters (s. on ἀδελφός 1) Mt 13:56; Mk 3:32; 6:3. Paul’s sister Ac 23:16.② a pers. or thing viewed as a sister in relation to another entity, sister metaph.ⓐ of a female who shares beliefs of the reference person or of others in a community of faith, sister. Used by Jesus of a spiritual, rather than a natural relationship Mt 12:50; Mk 3:35. Sim. ἀγαπᾶν ὡς ἀ. Hv 1, 1, 1; ἐντρέπεσθαι ὡς ἀ. v 1, 1, 7. Of relationship in community: sister in the faith (as Hebr. אָחוֹת; sister=countrywoman Num 25:18; s. ἀδελφός 2 and cp. PGM 4, 1135–37 χαίρετε, οἷς τὸ χαίρειν ἐν εὐλογίᾳ δίδοται, ἀδελφοῖς καὶ ἀδελφαῖς, ὁσίοις καὶ ὁσίαις) Ro 16:1; 1 Cor 7:15; 9:5; Phlm 2; Js 2:15; IPol 5:1; 2 Cl 12:5; Hv 2, 2, 3; 2, 3, 1; Ox 3525, 15. In address w. ἀδελφοί 2 Cl 19:1; 20:2.ⓑ of a close relationship of similar communities (OGI 536, 5) 2J 13 (s. κυρία). Hm 9:9 v.l. (for θυγάτηρ).ⓒ of a condition or circumstance, grief: ἀδελφή ἐστιν τῆς διψυχίας is a sister of doubt Hm 10, 1, 1f (Alcaeus 142 Diehl [364 L.-P.]: poverty and helplessness as sisters; Paroem. Gr. Append. 3, 12 ἡ μωρία ἀ. πονηρίας; Pla., Rep. 3, 404b; Cebes 16, 2 ἐγκράτεια and καρτερία as ἀδελφαί; Herm. Wr. 9, 1c ἡ νόησις ἀ. τοῦ λόγου).—DELG s.v. ἀδελφός. M-M. TW. -
5 αδελφη
ἡ атт. сестра Trag. etc. -
6 ἀδελφῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδελφῇ
-
7 ἀδελφὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδελφὴ
-
8 ἀδελφή
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδελφή
-
9 ἀδελφή
Βλ. λ. αδελφή -
10 ἁδελφή
Βλ. λ. αδελφή -
11 ἀδελφή
79 ἀδελφή{сущ., 24}Ссылки: Мф. 12:50; 13:56; 19:29; Мк. 3:35; 6:3; 10:29, 30; Лк. 10:39, 40; 14:26; Ин. 11:1, 3, 5, 28, 39; 19:25; Деян. 23:16; Рим. 16:1, 15; 1Кор. 7:15; 9:5; 1Тим. 5:2; Иак. 2:15; 2Ин. 1:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδελφή
-
12 αδελφή
79 ἀδελφή{сущ., 24}Ссылки: Мф. 12:50; 13:56; 19:29; Мк. 3:35; 6:3; 10:29, 30; Лк. 10:39, 40; 14:26; Ин. 11:1, 3, 5, 28, 39; 19:25; Деян. 23:16; Рим. 16:1, 15; 1Кор. 7:15; 9:5; 1Тим. 5:2; Иак. 2:15; 2Ин. 1:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδελφή
-
13 αδελφή
η1) сестра; 2) медсестра -
14 ἀδελφή
сестра.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδελφή
-
15 αδελφή εταιρεία
ηSchwestergesellschaft f -
16 ἀδελφή
-
17 αδελφή
[ааелфи] ουσ. Θ. сестра,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδελφή
-
18 αδελφή
[аделфи] ουσ. Θ. сестра,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδελφή
-
19 ἀδελφή
-ῆς + ἡ N 1 45-27-21-11-18=122 Gn 4,22; 12,13.19; 20,2.5δοῦναι τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν ἀνθρώπῳ to give our sister (in marriage) to a man Gn 34,14 Cf. ENGEL 1985, 129; →NIDNTT; TWNT -
20 αδελφή
[ааелфи] ουσ θ сестра.
См. также в других словарях:
ἁδελφή — ἀδελφή , ἀδελφή sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφῇ — ἀδελφή sister fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφή — sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφή — η (Α ἀδελφή) (Ν και αδερφή) θηλ. τού αδελφός* … Dictionary of Greek
ἀδελφῆι — ἀδελφῇ , ἀδελφή sister fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαϊνίτσα — Αδελφή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Γεννήθηκε το 1748 από τη δεύτερη σύζυγο του λήσταρχου Βελή, τη Χάμκω. Έπειτα από απαίτησή της, ο Αλή πασάς κατέστρεψε (1784) τα χωριά Χόρμοβο, Γαρδίκι και Λίκλη για να εκδικηθεί την ατίμωση, αυτής και της… … Dictionary of Greek
ἀδελφαῖν — ἀδελφή sister fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφαῖς — ἀδελφή sister fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφαί — ἀδελφή sister fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφεαί — ἀδελφή sister fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφειῶν — ἀδελφή sister fem gen pl (epic doric) ἀδελφός son of the same mother masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)